- νεύροις
- νεύ̱ροις , νεῦρονsinewneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νευροῖς — νευρόω strain the sinews pres opt act 2nd sg νευρόω strain the sinews pres subj act 2nd sg νευρόω strain the sinews pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BIKKORETH — Hebraice Gap desc: Hebrew Levit. c. 19. v. 20. flagellatio est ptoprie, quae fiebat coriô bovinô. Tauream Latine dixeris, ut in Vulgato 2. Maccab. c. 7. v. 1. et Iuvenalis Sat. 6. v. 492. taurea punit Continuo flexi crimen facinusque capilh.… … Hofmann J. Lexicon universale
NARCISSUS — I. NARCISSUS Hierosolymorum Episcopus undecimus, A. C. 180. pro Paschatis celebratione, Concilium habuit. De quo hunc in modum Euseb l. 6. c. 7. Histor. Eccles. Accidit aliquando, inquit, in die sollenni vigiliarum Paschae, oleum deesse… … Hofmann J. Lexicon universale
ενείρω — (Α ἐνείρω) 1. συμπλέκω, συναρμόζω («οἰκήματα δὲ σύμπηκτα ἐξ ἀνθερίκων ἐνειρμένων περί σχοίνους ἐστί», Ηρόδ.) 2. τοποθετώ μέσα ή επάνω σε κάτι («ἐνείραντα τὸν πῆχυν μεταξύ τῶν μηρῶν», Ιπποκρ.) 3. διαπερνώ με κάτι («νεύροις με ἐνείρας», ΠΔ) … Dictionary of Greek
συναίρω — και ποιητ. τ. συναείρω Α 1. σηκώνω μαζί με κάποιον 2. συμφωνώ με κάποιον, πηγαίνω με το μέρος κάποιου («ἄλλως τε καὶ συναίρων τῷ Πλάτωνι περὶ τῆς τοῡ κόσμου γενέσεως ἐπαγγειλάμενος», Φιλοπ.) 3. συνάγω, συναθροίζω («τοὺς δὲ πυροὺς οἱ γεωργοῡντες… … Dictionary of Greek
συναποφύω — Α 1. (για αιμοφόρα αγγεία) διακλαδίζομαι 2. (το μέσ.) συναποφύομαι συνεκφύομαι, εκφύομαι μαζί με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῑς ἀπ ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις μοῑρα τής χονδροειδοῡς μήνιγγος», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποφύω «φυτρώνω»] … Dictionary of Greek
συστεγάζω — ΝΑ [στεγάζω] νεοελλ. 1. στεγάζω στο ίδιο οίκημα 2. μέσ. συστεγάζομαι μένω στο ίδιο σπίτι με άλλον ή με άλλους αρχ. περικαλύπτω κάτι εντελώς («σαρξὶ καὶ νεύροις κεφαλὴν οὐ ξυνεστέγασαν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek